- γίνηται
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres subj mp 3rd sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MYGALE — pro Numine Athribitis. Strabo l. 17. ubi de Aegyptiis, Αἐτὸν Θηβαῖοι ῾τιμῶσἰ λέοντα δὲ Λεοντοπολίται αἶγα δὲ καὶ τράγον Μενδήσιοι μυγάλην δὲ Α᾿θριβῖται ἄλλοι δ᾿ ἄλλο τί. Aquilam Thebani (colunt) leonem Leontopolitani, capr am et hircum Mendesii,… … Hofmann J. Lexicon universale
κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… … Dictionary of Greek